- εκείμην
- παρατ от κείμαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκείμην — κεῖμαι Aër. imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτάδην — επίρρ. (AM ἐκτάδην και μτγν ἐκταδὸν και ποιητ. τ. ἐκταδά) κατ έκταση, φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως», Σούδ. «ἐκτάδην ἐκείμην ὑποβολιμαῑος ἀντ ἐκείνου νεκρός» ήμουν ξαπλωμένος καταγής νεκρός αντί για κείνον, Λουκ.) … Dictionary of Greek
επιτηδεύω — (AM ἐπιτηδεύω) [επιτήδειος] νεοελλ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία 2. μέσ. επιτηδεύομαι ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι 3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι μσν. 1. επινοώ, μηχανεύομαι 2.… … Dictionary of Greek